- βαρβύλη
- (barbulα). Γένος φυτών του αθροίσματος των βρυοειδών της οικογένειας των βρυϊδών. Είναι φυτά που ευδοκιμούν σε όλα τα εδάφη και έχουν άνθη μόνοικα ή δίοικα. Τα αρσενικά καλύπτονται στην κορυφή τους από ένα περίβλημα, το οποίο άλλοτε διευθύνεται προς τα πάνω και άλλοτε λυγίζει στην άκρη του. Τα φύλλα τους σχηματίζουν παράλληλες σειρές και οι νευρώσεις τους είναι κυλινδρικές, ημικυλινδρικές ή πεπλατυσμένες. Στο γένος ανήκουν πολυάριθμα είδη, από τα οποία το γνωστότερο είναι η β. των τοίχων.
Dictionary of Greek. 2013.